ερωτισμός

ερωτισμός
ο
έντονη ορμή, γενετήσιο ένστικτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερωτισμός — ο υπερβολική επιθυμία για ικανοποίηση τού γενετήσιου ενστίκτου και επιζήτηση αισθησιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. erotism). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Α. Γ. Μαυρουκάκη στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • Σουίνμπερν, Άλτζερνον Τσαρλς — (Swinburne). Άγγλος ποιητής (Λονδίνο 1837 Πούτνεϊ, Λονδίνο 1909). Σπούδασε στο Ήτον από όπου όμως διώχτηκε για πειθαρχικούς λόγους. Με τις αντικομφορμιστικές ιδέες του για την έκλυτη ζωή του προκάλεσε σκάνδαλο και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το… …   Dictionary of Greek

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ερωτιά — η [έρωτας] 1. έρωτας («ποιός είν’ αυτός που τραγουδεί τής ερωτιάς τα πάθη;», Ερωτόκρ.) 2. ερωτισμός («εσύ που πνέεις ερωτιάν και πόθ’ όλος μυρίζεις», Σουμμ.) 3. χάρη, κομψότητα («με ερωτίας τάξιν») …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Όσιμα, Ναγκίσα — (Nagisa Oshima, Κιότο 1932 –). Ιάπωνας σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Βασικός εκπρόσωπος του «νέου κύματος» του κινηματογράφου στην πατρίδα του κατά τις δεκαετίες ’50 και ’60, που μαζί με τους Ιμαμούρα, Σινόντα και Γιοσίντα αποτέλεσαν… …   Dictionary of Greek

  • Πολυδούρη, Μαρία — (Καλαμάτα 1902 – Αθήνα 1930). Ελληνίδα ποιήτρια. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές της στην Καλαμάτα φοίτησε δυο χρόνια στο Αρσάκειο της Αθήνας, ύστερα επέστρεψε στη γενέτειρά της, όπου διορίστηκε υπάλληλος στη διοίκηση. Αργότερα ταξίδεψε στο Παρίσι… …   Dictionary of Greek

  • Σνίτσλερ, ΄Αρτουρ — (Schnitzler). Αυστριακός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας (Βιέννη 1862 1931). Γιος διάσημου γιατρού, άσκησε και αυτός το ιατρικό επάγγελμα, αλλά από τα τριάντα του χρόνια αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Στους διάλογους του Ανατόλ (1890 …   Dictionary of Greek

  • ζωηράδα — η 1. ζωτικότητα, ορμητικότητα, σφρίγος, δυναμικότητα: Το βλέμμα του φανερώνει ζωηράδα. 2. μτφ., αποχαλίνωση, παρεκτροπή, ερωτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαχπινιά — η 1. πονηριά, κατεργαριά. 2. ερωτικό τέχνασμα, νάζι, ερωτισμός, υπερβολική ζωηρότητα: Αυτή η γυναίκα όλο τσαχπινιές είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”